- κλέφτικος
- -η, -ο και κλέφτικός, -ή, -ό [κλέφτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλέφτη ή στην κλοπή, επιρρεπής στην κλοπή, ληστρικός, λωποδύτικος («κλέφτικος γάτος»)2. (επί τουρκοκρατίας) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κλέφτες, τις ελληνικές επαναστατικές ομάδες3. το ουδ. ως ουσ. α) το κλέφτικοείδος φαγητού με κρέας μοσχαρήσιοβ) το κλεφτικότο σύνολο τών κλεφτών κατά την τουρκοκρατία, η κλεφτουριά4. φρ. «κλέφτικα τραγούδια» — τα τραγούδια τών κλεφτών τής τουρκοκρατίας, που περιέγραφαν τη ζωή και τα κατορθώματά τους.επίρρ...κλέφτικα1. κατά τον τρόπο τών κλεφτών επί τουρκοκρατίας2. φρ. «σφύρα μου κλέφτικα» — λέγεται για κάτι που φαίνεται απίθανο να πραγματοποιηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.